• pictures
  • pictures
  • pictures
  • pictures
  • pictures
  • pictures
  • pictures
  • pictures

Αρχαιολογικός χώρος

ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

 

«Δύο Εκκλησιές Σταμνάς».

 

(Aφιέρωμα στον ομότιμο καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Αθανάσιο Δ. Παλιούρα)

 

     Στη τοποθεσία «Δύο Εκκλησιές» της κοινότητας Σταμνάς ΒΔ του χωριού 4 Κm από αυτό ,κάτω και απέναντι από το χωριό Παλαιομάνινα ,στην αριστερή όχθη του Αχελώου, σώζονται πάνω σε χαμηλό λοφίσκο ανάμεσα σε ελιές και βελανιδιές τα ερείπια δύο ναών oνομαζόμενα «Παλιοκκλήσι».Λόγω ελλείψεως μαρτυριών από φιλολογικές πηγές, από την προφορική παράδοση της περιοχής γνωρίζουμε ότι η μία από αυτές τιμώνταν στην Αγία Κυριακή. Στο χώρο των Δύο Εκκλησιών ο Γερ. Παπατρέχας τοποθετεί την Επισκοπή Αχελώου και την ύπαρξη της ομώνυμης βυζαντινής πόλης, στηρίζοντας την άποψή του στη ύπαρξη γειτονικής περιοχής που σήμερα ονομάζεται «Λάκκα του Δεσπότη»,στη μαρτυρία του Καντακουζηνού ,ότι η πόλη βρισκόταν κοντά στο Αγγελόκαστρο, στην πληροφορία του Ισπανοεβραίου ραβίνου περιηγητή Βενιαμίν του εκ Τουδέλλης(έτος 1153),που αναφέρει «φρούριον εντός του οποίου διαμένουν τριάκοντα Ιουδαίοι»,και το οποίο ο ερευνητής ταυτίζει με το φρούριο της Παλαιομάνινας ,που βρίσκεται απέναντι στη δεξιά όχθη του Αχελώου, καθώς και στον υπολογισμό του ίδιου ότι συναντά κανείς το Αιτωλικό σε απόσταση «ημισείας ημέρας» από το φρούριο. Οι δύο εκκλησιές βρίσκονταν στο χώρο της δικαιοδοσίας του επισκόπου Αχελώου, που κατά τους επικρατέστερους υπολογισμούς είχε την έδρα του στην Επισκοπή Μάστρου (Άγιος Ιωάννης ο Ριγανάς).Η ομοιότητα στην τοιχοδομία των δύο μνημείων αποτελεί ένδειξη της εξάρτησης αυτής. Από τους δύο ναούς ο μεγαλύτερος διασώζει περισσότερα μορφολογικά στοιχεία, που μπορούν να μελετηθούν και να αποτιμηθούν, διότι  διατηρεί  σχεδόν όλο το ύψος του ως τη στέγη. Είναι  μονόχωρος δρομικός που σχηματίζει ορθογώνιο στη κάτοψη, διαστάσεων 12,25Χ5μ, με το νάρθηκα αλλά χωρίς την αψίδα ,η οποία προεξέχει ανατολικά ημικυκλικά. Ο νάρθηκας που προστέθηκε στα δυτικά (4,25 Χ6,30μ) είναι μεταγενέστερος και είναι  λίγο ευρύτερος του κυρίως ναού .Σε κάθε μία από τις μακριές πλευρές προεξέχουν εσωτερικά και εξωτερικά δύο παραστάδες. Βόρεια και νότια επί των μακρών πλευρών εσωτερικά στο χώρο του αγίου βήματος ανοίγονται τετράγωνες εσοχές για πρόθεση και διακονικό. Η τοιχοποιϊα του είναι απλή:ελαφρά επεξεργασμένοι λίθοι τοποθετημένοι σε οριζόντιες στρώσεις και κατά διαστήματα παρεμβάλλονται στη σειρά πλίνθοι ,έτσι ώστε να δημιουργούνται ζώνες ύψους 0,50-0,60μ.Ο νάρθηκας ο οποίος σώζεται σε μικρό ύψος ,είναι και αυτός κτισμένος με αργούς λίθους, μεταξύ των οποίων παρεντίθενται οριζόντια πλινθία, άνευ όμως πλινθίνων  ζωνών. Κατά τον ίδιο τρόπο περίπου είναι χτισμένη και η αψίδα με την διαφορά ότι στο τεταρτοσφαίριο γίνεται  μεγαλύτερη χρήση πλίνθων (λόγω βάρους) οριζόντια τοποθετημένων πάχους 0,08-0,09μ.Θύρες ανοίγονται στην δυτική και νότια πλευρά του κυρίως ναού και στην δυτική του νάρθηκα. Ως υπέρθυρα των θυρών του κυρίως ναού χρησιμοποιήθηκαν αρχαία μέλη (βάσεις στηλών) από ασβεστόλιθο. Υπεράνω της δυτικής πόρτας υπάρχει ανακουφιστικό τόξο από λευκούς ασβεστόλιθους, που εναλλάσσονται με πλίνθους πάχους 0,08-0,09μ. Υπάρχει τρίλοβο φωτιστικό άνοιγμα στην κόγχη της αψίδας του ιερού με τοξωτούς ισοϋψείς λοβούς και με διαχωριστικούς πεσσίσκους από ασβεστόπετρες  διαστάσεων 0,66Χ0,93μ,μονόλοβο τοξωτό στο δυτικό αέτωμα και από τρία ομοιόμορφα μονόλοβα στους πλάγιος τοίχους (βόρειο-νότιο).Ο βόρειος τοίχος σώζεται σε μικρότερο ύψος από τους υπόλοιπους. Τα ακρινά παράθυρά του διατηρούνται μόνο στο κατώτερο τμήμα τους, ενώ του μεσαίου θεωρούμε τη παρουσία κατ’ αναλογία προς το παράθυρο της νότιας πλευράς. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του ναού περιορίζεται σε μερικές οδοντωτές ταινίες και σε πλίνθινους σταυρούς. Οδοντωτή ταινία περιβάλλει το τόξο της δυτικής πόρτας, που συνεχίζεται οριζόντια σε κάποια εκατοστά. Άλλες ταινίες περιβάλλουν τα τόξα των παραθύρων της νότιας πλευράς(στη βόρεια δεν διασώθηκαν τα τόξα). Δύο σταυροί από πλίνθους εντοιχίζονται από τη μία και την άλλη μεριά της δυτικής-κεντρικής πόρτας, και ανά ένας στη δυτική παρειά των ανατολικών παραστάδων του νότιου τοίχους εσωτερικά και εξωτερικά. Γλυπτά μέλη ή τοιχογραφίες δεν διασώθηκαν,  όπως δεν σώθηκαν ίχνη του δαπέδου, της στέγης ή οδοντωτού γείσου .Όσον αφορά τον τύπο του εξεταζόμενου ναού είναι ασφαλώς μονόχωρος  δρομικός που πρόβλημα δημιουργείται με τη στέγαση του ναού. Η θέση των παραστάδων αποκλείει την ύπαρξη τρούλλου ,γιατί το μεταξύ των παραστάδων σχηματιζόμενο ορθογώνιο είναι τόσο επίμηκες, ώστε να αποκλείεται η στέγαση του κεντρικού χώρου με τρούλλο. Η θέση εξάλλου των παραθύρων της νότιας πλευράς που ανοίγονται στο ίδιο ύψος, συνηγορεί υπέρ συνεχούς οριζόντιου γείσου με οδοντωτή ταινία που δεν διακόπτεται από αέτωμα, όπως θα συνέβαινε εάν υπήρχε τρούλλος ή εγκάρσια καμάρα. Ως προς την στέγαση του ναού ,δεν διεσώθη ίχνος γενέσεως καμάρας, εάν υπήρχε αυτή ο ναός θα ήταν πάνω από το κανονικό υψηλός. Έτσι βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο ναός στεγάζονταν με δίρριχτη ξύλινη στέγη, όπως συναντάμε κατά κανόνα και στους μεταγενέστερους της εξεταζόμενης περιόδου δρομικούς ναούς της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας και της Ηπείρου. Ο δεύτερος μικρός ναός σώζεται σε απόσταση 7,50μ νότια του μεγαλύτερου, σε πολύ μικρό ύψος και στα περισσότερα σημεία μόνο τα θεμέλια. Καλύτερο σωζόμενο μέρος του είναι η νότια πλευρά. Στη κάτοψη σχηματίζει ορθογώνιο(7Χ4μ) αλλά τα ελάχιστα στοιχεία που διασώθηκαν δέν επιτρέπουν λεπτομερέστερη περιγραφή. Η αψίδα διατηρείται μέχρι ύψους 2 σχεδόν μέτρων .Είναι καθώς φαίνεται μονόχωρος δρομικός , καμαροσκέπαστος (εάν κρίνουμε από τα ριγμένα στο έδαφος και πλάι στο μνημείο τμήματα θολοδομίας κατά τον Β.Κατσαρό) και η τοιχοδομία του είναι όμοια προς την τοιχοδομία του μεγαλύτερου ναού ιδιαίτερα στις αψίδες τους  και έτσι συμπεραίνουμαι ότι και οι δύο ναοί χτίστηκαν την ίδια εποχή. Ήταν πιθανόν παρεκκλήσι του. Βάσει μορφολογικών και τεχνικών στοιχείων,χρονολογούνται και οι δύο ναοί: κατά τον Ευθ. Μαστροκώστα  τον 12ο αιώνα ,κατά τον Αθ. Παλιούρα τον 10ο αιώνα και στο πρώτο μισό της 10ης εκατονταετίας(900-950 μ.Χ.) κατά τον καθηγητή  και Ακαδημαϊκό Παν. Βοκοτόπουλο.Ο μεγαλύτερος ναός λειτουργούσε και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας όπως φαίνεται από τα κλεισμένα παράθυρα της νότιας πλευράς, αλλά η ερείπωση προήλθε από εγκατάλειψη ,λόγω καταστροφής  κατά το 1770 μ.Χ. απο τα Τουρκαλβανικά  στατεύματα ,όπως διαπιστώνεται από τα πεσμένα συμπαγή τμήματα του τοίχου που βρίσκονται στο εσωτερικό και πέριξ του ναού.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

1)Βοκοτόπουλος Παν. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου  μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 1975,σ.41-44,187-188 ,πιν.28-31.

2)Κατσαρός Βασ. Ο ναός των αγίων Θεοδώρων της αιτωλικής Σταμνάς και ο «ανεικονικός» του διάκοσμος, ανάτυπο από τον τόμο «Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού Πελεκανίδη».Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1983,σελ.110 σημ.2

3) Μαστροκώστας Ευθ. Αρχαιότητες και μνημεία Αιτωλίας και Ακαρνανίας-Χρονικά, Αρχαιολογικό Δελτίο ,τόμος 19ος ,Αθήνα 1964 σ.300.

4) Μαστροκώστας Ευθ.25. Ανασκαφή Αγίου Ηλία Μεσολογγίου-Ιθωρίας ,Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας έτους 1963, Αθήνα 1966 σελ.212.

5)Παλιούρας Αθ. Βυζαντινή  Αιτωλοακαρνανία, Αθήνα 1985,σ.37,73,200-202,204.

6)Παπατρέχας Γερ.«Επισκοπή Αχελώου και η ομώνυμη βυζαντινή πόλη»,Αρχεία Εταιρείας Αιτωλοακαρνανικών Σπουδών τόμος Α΄ ,Αθήνα 1958,σ.173-177.

                                                        

 

                                                                                               Παναγιώτης Κων. Μπούρος

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ


Διεύθυνση

ΣΤΑΜΝΑ

Τηλέφωνο

6977479445

Διαδίκτυο

stamgr@otenet.gr