Ο
ΜΕΓΑΣ ΔΕΡΚΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, ο εκ ΖΟΥΜΠΑΤΑΣ
(1750- 1821)
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε
το 1750 στην ορεινή Ζουμπάτα, (σημερινός οικισμός του χωριού Μοίρα που ανήκει
στο Δήμο Πατρέων). Ο πατέρας του λεγόταν Κανέλλος, η μητέρα του Μαλάμω και ο
μόνος αδελφός του Μήτρος. Ατρόμητος και πολυμήχανος καθώς ήταν, είχε παράστημα
κυριαρχικό και φωνή που έμοιαζε με σάλπιγγα πολεμική. Διακρινόμενος για τη
σωματική του ρώμη, ήταν τόσο επιτήδειος στην ιππασία που έπιανε καλπάζοντας
λαγό τρεχάμενο. Αυτή η ικανότητά του τον έσωσε πολλές φορές στη ζωή του. Στα
αθλητικά αγωνίσματα τα οποία λάμβαναν χώρα κατά τις εορτάσιμες ημέρες, δηλαδή,
το ρίξιμο του λιθαριού μακρύτερα άνευ φόρας, τον αυγατιστή (πήδημα τρις, μετά
φόρας, αυξητικόν), την πιλάλα καθώς και το σημάδι (σκοποβολή) κανέναν δεν είχε
αντάξιο. Εξαιτίας του ανήσυχου χαρακτήρα του, ο πατέρας του, τον έστειλε σε
κάποιον συγγενή του μοναχό στην Ιερά Μονή του Αγίου Αθανασίου του χωριού Φίλια
της Επαρχίας Καλαβρύτων.1 Εκεί στην πλούσια για την εποχή βιβλιοθήκη
του μοναστηριού, μαθαίνει το τσοπανόπουλο της Ζουμπάτας τα πρώτα γράμματα και
αγαπά τόσο πολύ την εκκλησία, ώστε αν και μικρός ακόμη, αποφασίζει να αφιερωθεί
ολοκληρωτικά σε αυτή. Το ψαλτήρι και το οκτωήχι, το τρεμάμενο φως του καντηλιού
και η βραχνιασμένη φωνή του γέρου καλόγερου, θεριεύουν στη ψυχή του νεαρού
Ζουμπατιώτη την αποσταμένη ελπίδα και δυναμώνουν τα φτερά του για να πετάξει
αργότερα, στα πνευματικά ύψη και να ανέβη στην κορυφή της εκκλησιαστικής
εξουσίας.2 Στην μονή του Αγίου Αθανασίου εκάρη μοναχός ονομασθείς
Γρηγόριος. Μέσα από την αυστηρή τήρηση των διατάξεων και εθίμων του μοναστικού
βίου, για την οποία διακρίνονταν οι μοναχοί της Μονής του Αγίου Αθανασίου,
διαμορφώνεται ο χαρακτήρας και το ήθος του Γρηγορίου. Πόσα χρόνια έμεινε στο
μοναστήρι αυτό δεν είναι γνωστό, γιατί κατά την Επανάσταση του 1821 και
συγκεκριμένα στις 15 Ιουλίου 1826 η μονή λεηλατήθηκε και κατόπιν πυρπολήθηκε
υπό των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, με αποτέλεσμα να χαθούν όλα τα έγγραφα της μονής
και προφανώς και εκείνα που αφορούσαν στο Γρηγόριο. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι
ότι ο Γρηγόριος ως Μητροπολίτης Δέρκων και εις ανάμνηση για τη διαβίωσή του στη
Μονή του Αγίου Αθανασίου έστειλε χρήματα στον Ηγούμενο αυτής Προκόπιο για την
ανέγερση της κρήνης που βρίσκεται έξω από το καθολικό της μονής, εν έτει 25
Μαΐου 1819.3 Γεγονός πάντως είναι ότι ο Άγιος Αθανάσιος δεν στάθηκε
το μοναδικό του σχολείο. Ο Γρηγόριος σπούδασε και στο μοναστήρι των Ταξιαρχών
του Αιγίου. Αλλά ούτε οι Ταξιάρχες ικανοποίησαν την φιλομάθειά του. Ο Γρηγόριος
με τα σπάνια φυσικά προτερήματά του, δεν περιορίστηκε μόνο εντός των μοναστηριακών
τειχών αλλά επιζήτησε ευρύτερο στάδιο και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Γίνεται
μαθητής στα θρανία της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Εκεί γνωρίζεται με λόγιους,
με εμπόρους, με Φαναριώτες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος, πρώην
Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ενθουσιάζεται από την προσωπικότητα και από την
ευστροφία του Γρηγορίου. Όλοι τον παρακινούν να εισέλθει στις τάξεις του
Κλήρου. Και δεν άργησε η ημέρα που ο ναός των Πατριαρχείων έβγαλε διάκο τον
Ζουμπατιώτη νέο. Η σύνεση και το σπινθηροβόλο πνεύμα του Γρηγορίου συναρπάζουν
τον Πατριάρχη που σε λίγο βάζει για δεύτερη φορά τα χέρια του στο κεφάλι του
και τον χειροτονεί Πρεσβύτερο και τον χειροθετεί Αρχιμανδρίτη. Η φήμη όμως του
νέου Αρχιμανδρίτη, η αγάπη του για τους συμπατριώτες του που βρίσκουν στο
πρόσωπό του κάθε λογής περιποίηση και εξυπηρέτηση στην Πόλη που έρχονται για
διάφορες δουλειές καθώς και η αφοβία του απέναντι σε κάθε μορφής δυσκολία,
κάνουν όλους τους Συνοδικούς να στρέψουν επάνω του τα βλέμματά τους, όταν μια
αντιπροσωπεία από τη Σπάρτη ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει Δεσπότη.
Τον Φεβρουάριο του
1777, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος, ενθουσιασμένος από την εξυπνάδα, το
θάρρος, τη γενναιότητα, την τόλμη στην αντιμετώπιση των κινδύνων καθώς και την
αφοσίωση του Γρηγορίου στην υπόθεση της σκλαβωμένης πατρίδας, τον χειροτονεί,
σε ηλικία μόλις 27 χρονών, Επίσκοπο και τον τοποθετεί στη Μητρόπολη
Λακεδαιμονίας. Στη θέση του προκατόχου του, Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Ανανία
Λαμπάρδη τον οποίο αποκεφάλισαν οι Τούρκοι μέσα στη Μητρόπολη, στο Μυστρά. Ο
ερχομός του νέου Δεσπότη στη Σπάρτη γίνεται με ενθουσιώδη υποδοχή. Από την
επόμενη κιόλας ημέρα ξεκινά τη δράση του. Πρώτο μέλημα του είναι η στήριξη των
Ελλήνων σε μία περίοδο όπου οι Αλβανοί, τους οποίους είχαν εξαπολύσει οι
Τούρκοι, λεηλατούσαν, έκαιγαν και έσφαζαν ανελέητα, ως αντίποινα για την
συμμετοχή των Ελλήνων στα Ορλωφικά. Δεύτερο μέλημα του είναι η ενίσχυση της
κλεφτουριάς και η αναζωπύρωση της ιδέας για επανάσταση και απελευθέρωση από τον
τούρκικο ζυγό. Έρχεται σε συνεννόηση με τον περίφημο κλέφτη της Μάνης, Ζαχαριά,
τον οποίο ενισχύει ηθικά και υλικά και τον παρακινεί να ξεκινήσει τον
απελευθερωτικό αγώνα. Αλλά και τον συμπατριώτη του Γιαννιά βοηθάει ο ακούραστος
επίσκοπος. Η οργή των κατακτητών κορυφώνεται για του Γρηγορίου τη δράση. Ο
πασάς του Μοριά Σαλαμπάσης πιέζεται αφόρητα από τους δικούς του να βάλλει τέρμα
στις ενέργειες του Δεσπότη. Στέλνει λοιπόν απόσπασμα το οποίο συλλαμβάνει τον
Γρηγόριο και τον οδηγεί σε αυτόν, του οποίου η έδρα ήταν στην Τριπολιτσά. Με
άμεσες ενέργειες ο πασάς φυλακίζει τον Δεσπότη και στέλνει τρεις φορές φιρμάνι
στη Υψηλή Πύλη ώστε να πάρει την άδεια από τον Σουλτάνο να τον κρεμάσει στη
κεντρική πλατεία της Τριπολιτσάς. Για κάποιο και άγνωστο λόγο η απάντηση από
την Υψηλή Πύλη δεν ήρθε ποτέ. Μετά από εννέα μήνες ο Σαλαμπάσης αφού
δωροδοκείται με 30.000 γρόσια αφήνει ελεύθερο τον ποιμενάρχη της Σπάρτης. Τα
χρήματα και γενικότερα το λάδωμα ήταν τα κλειδιά που άνοιγαν τις επτασφράγιστες
κλειδαριές των Τούρκων. Και το μέσο αυτό μεταχειρίσθηκε το ποίμνιο για την
απελευθέρωση του ποιμένα τους. Ο Γρηγόριος
επιστρέφει στη Μητρόπολή του και φυσικά συνεχίζει τη δράση του. Ο λαός
πανηγυρίζει για του Δεσπότη τους τη λύτρωση. Μα η χαρά του δεν θα κρατήσει για
πολύ. Στα μέσα του 1790, οργισμένος για δεύτερη φορά ο πασάς για τα καμώματα
αυτού του Δεσπότη, αυτή τη φορά του στήνει παγίδα. Στέλνει τους άμεσους
συνεργάτες του να τον παρασύρουν με το καλό και να τον φέρουν στην Τριπολιτσά.
Ο επικεφαλής αξιωματικός πηγαίνει στη Μητρόπολη και προσπαθεί να πείσει τον
Δεσπότη να τον ακολουθήσει άφοβα στην πρωτεύουσα του Μοριά. Κι ο Γρηγόριος
καμώνεται πως πείθεται. Κι όσο ο Τούρκος αξιωματικός του μιλά, αυτός σκέφτεται
τον τρόπο να αποδράσει, γνωρίζοντας την τύχη των προκατόχων του που πήγαν με
τον ίδιο τρόπο στην έδρα του πασά. Αποφασίζει να μην πέσει στη παγίδα του
Σαλαμπάση. Κάνει πως θέλει να ντυθεί και να ετοιμασθεί για το ταξίδι στο
διπλανό δωμάτιο. Και με ένα σάλτο, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι ο Τούρκος
αξιωματικός, πηδά από το παράθυρο, καβαλάει το γρήγορο άλογο του και με
ιλιγγιώδη ταχύτητα εξαφανίζεται πριν προλάβουν οι Τούρκοι να τον ακολουθήσουν.
Φτάνει κοντά στο Μαραθωνήσι (Γύθειο) και από εκεί μπαίνει σε ένα πλοιάριο και
φθάνει στην Ύδρα και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Μάταια ο Τούρκος
αξιωματικός περιμένει το γυρισμό του φλογερού Δεσπότη. Μετά από λίγο άπρακτος
και φοβισμένος για τις συνέπειες φθάνει στον αφέντη του.
Ο Γρηγόριος αφού ξέφυγε
από τη σύλληψη του πασά της
Πελοποννήσου, μέσω της Ύδρας έρχεται στην Κωνσταντινούπολη. Συγκινημένος
αντικρίζει τους θόλους της Μεγάλης
Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης τον δέχεται με στοργή. Και οι άρχοντες του Πατριαρχείου
και οι Συνοδικοί και Πρόκριτοι με έκσταση ακούνε τα νέα που τους φέρνει ο
Δεσπότης της Λακεδαιμονίας. Σε λίγο, το Νοέμβρη του 1791, μετατίθεται στην
Μητρόπολη Βιδύνης στη Βουλγαρία.4 Η Βιδύνη ήταν μεγάλη πόλη, στα
δεξιά του Δούναβη, με όμορφο καθεδρικό ναό και κίνηση σημαντική. Κι εδώ
καινούρια βάσανα και νέοι αγώνες τον περιμένουν. Ο πασάς της Βιδύνης, Πεσβάνογλου
αποστατεί και επαναστατεί κατά του Σουλτάνου. Με την έναρξη της επανάστασης του
Πεσβάνογλου, ο Γρηγόριος συνδέεται με στενούς δεσμούς φιλίας με το Ρήγα Φεραίο
και μέσω αυτού, με τον ίδιο τον πασά τον οποίο βοηθάει στην ανταρσία κατά του
Σουλτάνου γιατί πιστεύει πως με τον τρόπο αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα της
δικιάς του σκλαβωμένης πατρίδας. Μα τα γεγονότα αυτά, ο πόλεμος του Πεσβάνογλου
κατά της Πύλης, η αποστολή στρατευμάτων από μέρους της τελευταίας για την
καταστολή της ανταρσίας του πασά, αλλά και ο θάνατος διά στραγγαλισμού του
φίλου και συναγωνιστή του, Ρήγα Φεραίου, τον Ιούνιο του 1798 στο Βελιγράδι,
εκθέτουν ανεπανόρθωτα και θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή του Γρηγορίου αλλά
και τη Μ. Εκκλησία. Αποφασίζει και πάλι να φύγει. Για να μην κινήσει τις
υποψίες του Πεσβάνογλου, ο Γρηγόριος δεν μπορούσε ούτε να χαλαρώσει τις φιλικές
σχέσεις μαζί του, αλλά ούτε και να τις αποκόψει απότομα χωρίς αιτία. Έτσι
λοιπόν, ο Γρηγόριος θέτει σε κίνηση το σχέδιο της αποδράσεώς του. Μία μέρα όπως μας πληροφορεί ο
Παπαρρηγόπουλος, ο φλογερός Δεσπότης επισκέπτεται τον πασά και του λέει ότι για
χάριν υγείας είναι αναγκασμένος να κάνει περιπάτους περί το Βιδίνιο έφιππος. Ο
πασάς Πεσβάνογλου έχοντας ενώπιον του άνδρα ιερωμένο δεν μπόρεσε να υποπτευτεί
την ιππική δεξιότητα του Γρηγορίου. Παρόλα αυτά διατάζει δύο δελήδες να
συνοδεύουν και να έχουν το νου τους στο Δεσπότη, όποτε κάνει περιπάτους. Μία
μέρα, σε ένα περίπατο ο Γρηγόριος ζήτησε από τους δελήδες, δραττόμενος
ευλογοφανούς προφάσεως να απομακρυνθεί ελάχιστα από τη συνοδεία. Μετά από
μερικά μέτρα, έγινε άφαντος με το άλογό του χωρίς να μπορέσουν οι δύο έφιπποι
Τούρκοι συνοδοί να τον φτάσουν και να τον συλλάβουν.
Ο Γρηγόριος έρχεται και
πάλι για τελευταία φορά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο τότε Πατριάρχης
Καλλίνικος ο Ε΄ τον μεταθέτει στην τελευταία του μητρόπολη, στη πόλη των
Δέρκων, με τίτλο Μητροπολίτης Δέρκων Υπέρτιμος και Έξαρχος Βοσπόρου και
Κυανέων. Καθόλη τη διάρκεια της θητείας του από το 1801 έως το 1821 ως Δεσπότης
Δέρκων ήταν Συνοδικός και δεξί χέρι του κάθε φορά Πατριάρχη και προσέφερε
πολύτιμές υπηρεσίες στην εκκλησία και στο έθνος. Χαρακτηριστικά ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει
για τον Γρηγόριο ότι: ‘’Τον θαυμάσιον αυτόν Μητροπολίτη δια τας υψηλάς γνώσεις,
την παιδεία, τας αρετάς τον, προβιβασθέντα εις τον θρόνον της Μητροπόλεως
Δέρκων, όχι μόνο οι άξιοι Φαναριώται εσέβοντο και ετρόμαζον, αλλ’ ακόμη και ο
περίφημος πρέσβυς της Γαλλίας Σεβαστιάνης, λάβων εντεύξεις διαφόρους μετ΄αυτού
και θαυμάσας την αγχίνοια και τη
αξιότητα του ανδρός, είπε εις πολλούς ότι εάν δεν ήτο αρχιερεύς, ούτος ήθελεν
είναι αναγκαίος να μένη μετά του Ναπολέοντος δια να τον φωτίζη με τας γνώσεις
του’’. Επίσης ο Γρηγόριος επιδόθηκε στη ίδρυση πολλών σχολείων με στόχο την
εξύψωση του θρησκευτικού και πατριωτικού συναισθήματος της νέων. Δούλεψε πολύ
για την διατήρηση των σχολείων στα Θεραπειά καθώς και για την αναδιοργάνωση της
Πατριαρχικής Σχολής του Γένους και για τη
μεταφορά της από το Φανάρι στην Ξηροκρήνη. Να θυμίσουμε σε αυτό το
σημείο, πως στόχος των Τούρκων ήταν το κλείσιμο των σχολειών ώστε να επέλθει ο
πλήρης σκοταδισμός στις επόμενες γενιές Ελλήνων, γεγονός που θα καθιστούσε πιο
εύκολη την υποδούλωσή τους. Επίσης, δικά
του δημιουργήματα υπήρξαν οι Πατριάρχες Γρηγόριος ο ΣΤ’, 1835-1840 και
1867-1871 καθώς και ο Άνθιμος ο Ε’, 1841-1842, τους οποίους φρόντισε να
σπουδάσει και να αναδείξει.
Ο Γρηγόριος μυήθηκε από
τους πρώτους στη Φιλική Εταιρεία. Το σπίτι του, στα Θεραπειά, είχε γίνει κέντρο
διερχομένων πατριωτών, καταφύγιο διωγμένων και φάρος δυνατός για όλους τους
Έλληνες. Στις 14 Δεκεμβρίου 1818, η τελευταία
εκλογή του Γρηγορίου του Ε΄, του εκ Δημητσάνης, ως Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως έγινε στο σπίτι όπου
έμενε ο Γρηγόριος, στα Θεραπειά.5 Στις παραμονές του μεγάλου
ξεσηκωμού θέλοντας να ενθαρρύνει και να εμψυχώσει τον ομώνυμό του Πατριάρχη,
του είπε: ΄΄θα ρουφήξουμε το άγιον ποτήριον εις τον Ιερόν της Αγίας Σοφίας και
αν δεν προφθάσωμεν, θα είμεθα μάρτυρες της ελευθερίας και του χριστιανισμού΄΄.
Επίσης ο Γρηγόριος ήταν
αυτός που ανέδειξε τον Παπαφλέσσα και τον έστειλε στη συνέχεια στο Μοριά για
δράση. Στα τέλη του 1817, μεταβαίνει στη Κωνσταντινούπολη, μοναχός καλούμενος
Δικαίος ή Φλέσσας από τη Μονή Ρακίτσης. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Φωτάκος (ο
πρώτος υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη) ο μοναχός Δικαίος ή Φλέσσας (μετέπειτα
γνωστός ως Παπαφλέσσας) αποκτά ιδιαίτερες σχέσεις με τον Αρχιερέα Δέρκων ως
Πελοποννήσιος και αυτός. Επίσης, στη Μητρόπολη και στην κατοικία του Γρηγορίου,
ο μοναχός Φλέσσας γνωρίσθηκε πλέον από
πάρα πολλούς ως οικείος και αποκλειστικώς ανήκων εις αυτόν. Ο Δέρκων
χειροτόνησε αμέσως τον μοναχό Φλέσσα, Αρχιμανδρίτη, αναγνωρίζοντας την
ικανότητα αυτού και την προθυμία, προς την εξυπηρέτηση των Εθνικών πόθων και
σκοπών. Στη Μητρόπολη ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας, γνώρισε και έναν από τους
αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε σε
αυτή.
Τον Σεπτέμβριο του
1820, το χαρμόσυνο μήνυμα της αρχηγίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη για τον μεγάλο
ξεσηκωμό, φθάνει στην Πόλη. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όταν συνέλαβε το παράτολμο
σχέδιο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης και το ανακοίνωσε στους Εφόρους της
Φιλικής Εταιρείας, δεν παρέλειψε να γράψει προς αυτούς, από το Κίεβο, τον
Ιούλιο του 1820, το σχέδιο αυτό να ανακοινωθεί και στον Μητροπολίτη Δέρκων
Γρηγόριο.6 Από την άλλη, ο Παπαφλέσσας φεύγει από την Πόλη για το
Ισμαήλι, όπου ήταν και το στρατηγείο του αρχηγού Αλέξανδρου Υψηλάντη. Με την
διαμεσολάβηση του Γρηγορίου, ο Παπαφλέσσας γλιτώνει από την κράτηση που του
είχε επιβάλλει ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρος Σούτσος, με την κατηγορία
του φιλοτάραχου και υποκινητή των εκεί Χριστιανών κατά του Σουλτάνου. Κατά την
επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπαφλέσσας παρέλαβε από τη Βλαχία δύο
υπηρέτες εκ των οποίων ο ένας δραπέτευσε καθ’ οδόν, ο άλλος δε Τούρκος
(Τάρταρος), ο οποίος συνέχισε μαζί του, έπραξε το ακόλουθο επεισόδιο στη
Κωνσταντινούπολη. Επί αυτού του γεγονότος, ο Φωτάκος, χαρακτηριστικά αναφέρει:
«ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας είχε την συνήθειαν κάθε πρωί να πλύνη την γενειάδα του
με παχειά σαπουνάδα, αλλ’ ο υπηρέτης του δεν επρόσεξε και έχυσε νερόν και την
διέλυσε. Θυμωθείς τότε ο Φλέσσας τον εκτύπησεν εις το πρόσωπον (κατά στόμα) με
το έξω μέρος της χειρός του. Ο Τούρκος πετά το μπρίκι κάτω και τρέχει στον
Μποσταντσίπαση (διευθυντή της αστυνομίας της πόλεως), λέγει προς αυτόν ότι
είναι Τούρκος και ότι ο αφέντης του ενεργεί συνωμοσία κατά του Σουλτάνου (διότι
ο άγνωστος ούτος Τάρταρος έβλεπεν όλας τας ενέργειας του Αρχιμανδρίτου) και
διεγείρει τους γκιαούρηδες (απίστους) εις τα όπλα. Ο Μποσταντσίπασης
προσεκάλεσεν ενώπιον του τον Φλέσσαν και τον ερωτά με εξαγριωμένον θυμόν ΄΄τι
ανθρωπος είσαι εσύ, όπου έχεις μουσουλμάνους σκλάβους και γυρίζεις εδώ και εκεί
και διεγείρεις τους ραγιάδες κατά του αφεντός μου;΄΄ Ο Αρχιμανδρίτης άφοβος αποκρίνεται
΄΄Εφέντη μου, εγώ ερχόμουν από την Βλαχιάν και εις τον δρόμον, ευρίσκω αυτόν
διψώντα και πεινασμένον μου εζήτησε την βοήθειάν μου και υποχρεωμένος από το Ευαγγέλιον
της πίστεώς μου, το οποίον μας διδάσκει να κάμωμεν ψυχικά εις πάντα άνθρωπον,
τον επήρα αλλά δεν τον ηρώτησα αν ήναι Τούρκος, μήτε αυτός μου το είπεν,
έπαιρνα την διακονίαν μου από το Πατριαρχείον, και του έδιδα το ήμισυ, τον
τρέφω και τον ενδύω δια την ψυχήν μου, αυτό μας διδάσκει ο Χασρέτ Ισάς, ο
προφήτης μας΄΄ (ούτως οι Τούρκοι λέγουν τον Χριστόν). Ακούσας ταύτα ο
Μποσταντσίπασης, εθυμώθη κατά του υπηρέτου, λέγει αυτόν αχάριστον και διατάσσει
να τον αυγάλουν έξω με γρονθοκοπήματα, Επειδή όμως αυτός εμουρμούριζε και
έλεγεν ότι εις το σπίτι του Αρχιμανδρίτη Φλέσσα έρχονται πολλοί, και ότι είναι
μεγάλος Μελέτ – μπάσης (εθνάρχης), έστειλεν ο Μποσταντσίπασης να παραλάβουν τα
πράγματα του Φλέσσα από την οικίαν του, αλλ’ είχε προλάβει ο Αρχιερεύς Δέρκων
και τα εσήκωσαν εκείθεν, έδωσε και 700 γρόσια εις τους Τούρκους και ούτως
ελευθερώθη ο Φλέσσας». Είναι αξιοθαύμαστη η σπάνια ετοιμότητα του δαιμόνιου
πνεύματος του Δέρκων. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα επακολουθούσε αν τα
έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας που είχε στο σπίτι του ο Παπαφλέσσας
ανακαλύπτονταν από τους Τούρκους και μάλιστα στην έδρα του Σουλτάνου. Ίσως να
είχε ναυαγήσει όλη η προετοιμασία και κατ’ επέκταση ο γενικός και πολυπόθητος
ξεσηκωμός των Ραγιάδων. Στη συνέχεια ο Παπαφλέσσας μεταβαίνει στην Πελοπόννησο
όπου ξεσηκώνει τους τοπικούς Προκρίτους και Οπλαρχηγούς τονίζοντας την
ημερομηνία έναρξης του αγώνα, την 25η του Μάρτη, ως έχει ορισθεί από
τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Ήδη από τις 24
Φεβρουαρίου 1821, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης έχει
περάσει τον ποταμό Προύθο και έχει υψώσει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, εκδίδοντας
παράλληλα επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Από την άλλη, ο Μοριάς
έχει αναστηθεί. Η τρομερή για τους Τούρκους είδηση ότι οι ραγιάδες κάτι
ετοιμάζουν, έχει φθάσει στα αυτιά του Σουλτάνου. Προαισθάνεται το μεγάλο κακό
που μπορεί να ξεσπάσει κατά της αυτοκρατορίας του. Ζητά από τον Πατριάρχη
εγγυήσεις. Θέλει να πάρει ομήρους για να είναι σίγουρος για την υποταγή των
ραγιάδων.
Στις 9 Μαρτίου 1821, ο
Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' καλεί τους συνεργάτες του σε σύσκεψη. Αποφασίζεται να
στείλει αντιπροσωπεία Μητροπολιτών για να συζητήσει με την Πύλη και να
κατευνάσει τον Σουλτάνο. Την αντιπροσωπεία την αποτελούν Δέρκων Γρηγόριος ο εκ
Ζουμπάτας, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αγχιάλου Ευγένιος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος,
Νικομήδειας Αθανάσιος, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και Εφέσου Διονύσιος. Με διάφορα
επιχειρήματα και διπλωματικούς ελιγμούς του Μητροπολίτου Δέρκων Γρηγορίου
κατορθώνουν να πείσουν τον Σουλτάνο πως οι ραγιάδες δεν σχεδιάζουν κάτι και πως
δεν θα πρέπει να ανησυχεί. Ο Σουλτάνος προς στιγμή πείθεται και έτσι οι
Μητροπολίτες κερδίζουν λίγο χρόνο και επιστρέφουν στο Πατριαρχείο σώοι.
Γνωρίζουν όμως πολύ καλά πως κοντοζυγώνει η ώρα της λύτρωσης.
Στις 30 Μαρτίου του
1821 φθάνει στην Πόλη η είδηση για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων της Πελοποννήσου. Ο
Μοριάς βράζει. Με αυτά τα τραγικά νέα, ο Σουλτάνος αφρίζει και κατόπιν εντολών
του, οι Τούρκοι ξεχύνονται στους δρόμους της Πόλης και ξεσπούν σε βιαιότητες
κατά των Ελλήνων. Ο χορός της σφαγής έχει ξεκινήσει για τους άμοιρους ραγιάδες.
Ο Γρηγόριος αντιλαμβάνεται μετά από αυτή την κατάσταση ότι είναι αδύνατο να
γλιτώσουν από τη σύλληψη του Σουλτάνου και από έναν βέβαιο θάνατο. Αποφασίζει
να συναντήσει τον Πατριάρχη και να του προτείνει ένα πολύ τολμηρό σχέδιο. Να
φύγουν για τον Μοριά. Να τεθούν επί της κεφαλής των Ελλήνων και με τον σταυρόν
εις τας χείρας να συντελέσουν στην καταστροφή του Σουλτάνου. Αυτή ήταν ίσως και
η τελευταία επιθυμία του. Να βρεθεί στον τόπο που μεγάλωσε και να αγωνιστεί
μαζί με τους συμπατριώτες του για την πατρίδα του αλλά και για την τιμή όλων
εκείνων των παλιών φίλων του και αγωνιστών που είχαν σφαγιασθεί κατά τα
προηγούμενα έτη από τους Τούρκους (π.χ. Ζαχαριάς, Γιαννιάς…). Το σχέδιό του δεν
γίνεται δεκτό από τον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης φοβάται πως αν γινόταν κάτι
τέτοιο θα έδινε αφορμή στον Σουλτάνο, με αποτέλεσμα η εκδίκηση των Τούρκων στο
ποίμνιο του να ήταν τραγική. Αποφασίζει λοιπόν και λέει στον Γρηγόριο ότι
πρέπει να παραμείνουν στο Πατριαρχείο. Όπως προαναφέρθηκε, ο Σουλτάνος μέσα
στην σύγχυση που επικρατούσε στην αυλή του, λαμβάνοντας όλες αυτές τις
πληροφορίες περί γενικού ξεσηκωμού των Ελλήνων, στρέφεται κατά του Πατριάρχου
Γρηγορίου του Ε’ καθώς και των Μητροπολιτών Δέρκων Γρηγορίου του εκ Ζουμπάτας,
Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αγχιάλου Ευγένιου, Τυρνόβου Ιωαννίκιου, Νικομήδειας
Αθανάσιου, Αδριανουπόλεως Δωρόθεου και Εφέσου Διονυσίου. Ο Σουλτάνος περίμενε
να δει τα αποτελέσματα του σχετικού αφορισμού που είχε εκτελέσει ο Πατριάρχης
προς την εξέγερση των Ελλήνων. Αντί όμως να σβήνει σιγά-σιγά η φωτιά του αγώνα,
όπως ήταν αναμενόμενο, φούντωνε όλο και πιο πολύ. Αυτό έβαλε σε σκέψεις τον Σουλτάνο,
ο οποίος, καθ’ υπόδειξη των συμβούλων του, αποφάσισε να ασχοληθεί
λεπτομερέστερα με το ζήτημα, για να βρει την εξήγηση του φαινομένου. Έτσι, ενώ
ο Πατριάρχης απουσίαζε στον πατριαρχικό ναό, για να συμμετάσχει στη Λειτουργία
της Αναστάσεως, ο Σουλτάνος έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν όλα τα
προσωπικά του αρχεία στο Πατριαρχείο. Τα στοιχεία που βρέθηκαν ήσαν αποκαλυπτικά
του εμπαιγμού του Σουλτάνου από τον Πατριάρχη, αφού ανάμεσα σε αυτά ήσαν πολλές
επιστολές του Γρηγορίου του Ε’ προς διάφορους Επισκόπους, οι οποίες ανέφεραν
κατά του Σουλτάνου. Μόλις ενημερώθηκε για τα σχετικά ευρήματα ο Σουλτάνος,
αφρίζοντας από την οργή του για το θράσος και την αχαριστία του Γρηγορίου του
Ε’, έδωσε αμέσως εντολή να κρεμαστεί για παραδειγματισμό μπροστά στην Κεντρική
Πύλη του πατριαρχικού ναού. Ο Γρηγόριος καθώς και όλοι οι υπόλοιποι Συνοδικοί Μητροπολίτες
βρίσκονταν στο πλευρό του Πατριάρχη μέχρι την ημέρα του απαγχονισμού του.
Χαρακτηριστική είναι η στιγμή, κατά την παραμονή του Πάσχα του 1821, όταν
ανακάλυψαν την επαύριον εκτέλεση του Πατριάρχη, όπου όλοι ήσαν σκεπτικοί εκτός
του Μητροπολίτου Δέρκων Γρηγορίου. Βλέποντας ο Πατριάρχης τον Γρηγόριο να είναι
ο μόνος που δεν ήταν λυπημένος, αλλά αντιθέτως πολύ εύθυμος, τον ρωτά: ΄΄Γιατί
φαίνεσαι εύθυμος;΄΄ και τότε ο Δέρκων Γρηγόριος του απαντά: ΄΄Γιατί Δεσπότη μου
να λυπηθώ; αύριον θα πηδήσω διά της σπάθης του δημίου από τον πρόσκαιρον τούτον
βίον εις την αιωνιότητα΄΄.7 Ο Πατριάρχης ακούγοντας τα λόγια του
αγέρωχου αυτού Μητροπολίτου εκείνη την τρομερή στιγμή θαύμασε για ακόμη μία
φορά την γενναιότητα και την ετοιμότητά του.
Στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα
της Κυριακής του Πάσχα, ο μέγας Διερμηνέας της Υψηλής Πύλης, Σταυράκης
Αριστάρχης, μετέβη στο Πατριαρχείο και ανέγνωσε ενώπιον μελών της Ιεράς Συνόδου
το σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο ο Γρηγόριος ο Ε’ επαύετο από το αξίωμά του,
«ως ανάξιος γενόμενος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην
και άπιστος». Ο Πατριάρχης συλλαμβάνεται και αφού περνά από τη φυλακή του
Μποσταντσίμπαση δεχόμενος φρικτά βασανιστήρια, απαγχονίζεται στη συνέχεια στην
κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες,
εξευτελιζόμενος από τον όχλο. Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το
πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Την ίδια ημέρα και
μετά τη σύλληψη και φυλάκιση των άμεσων Συνοδικών Μητροπολιτών του Πατριάρχη,
ακολουθεί σε διάφορα σημεία της Κωνσταντινούπολης προς παραδειγματισμό, ο
απαγχονισμός των Επισκόπων Εφέσου
Διονυσίου (Παλούκ Παζάρ), Νικομηδείας Αθανασίου (Μπαρμάκ-Καπού) και Αγχιάλου
Ευγενίου (Γαλατάν). Οι δε Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Τυρνόβου
Ιωαννίκιος και Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, δεχόμενοι και αυτοί απάνθρωπα βασανιστήρια παραμένουν στις φυλακές
του Μποσταντσίμπαση, περιμένοντας να έρθει και για αυτούς ο θάνατος. Οι Τούρκοι
προσπαθούν με δόλιους τρόπους να αλλάξουν τη στάση των φυλακισμένων Μητροπολιτών
και να γίνουν προδότες της πίστης τους και του Έθνους τους. Μέσω όμως του
υψηλού αξιώματός τους, οι Μητροπολίτες διαφυλάττουν ακλόνητο το φρόνημα της
ψυχής τους. Μετατρέπουν νοητά το φρικτό χώρο της φυλακής σε ναό και ψέλνουν με
παρρησία, στο μεσονύχτιο, τους ύμνους της Μ. Εκκλησίας μπροστά από τους άγριους
δεσμοφύλακες. Οι φυλακές γεμίζουν με Βυζαντινούς ήχους, οι οποίοι γαληνεύουν
τις ψυχές και δίνουν δύναμη σε όλους τους συγκρατούμενους συμπατριώτες τους. Οι
Τούρκοι εξαγριώνονται και προβαίνουν για ακόμη μία φορά σε απάνθρωπους βασανισμούς
(στρέβλας, στεφάνους αλυσοειδείς, σιδηρούς όνυχας, πυράγρας). Ότι και να έκαναν
πάνω στα φθαρμένα σώματά τους, δεν μπόρεσαν ποτέ να κάμψουν τις ατσάλινες ψυχές
των μεγάλων ηρωικών αυτών Ιεραρχών του Γένους μας. Στο φρικτό αυτό μέρος των
φυλακών, οι Μητροπολίτες συνθέτουν και ύμνο προς την Υπεραγία Θεοτόκο. «Τη
Θεοτόκω, οι πιστοί νυν προσπέσωμεν εν μετανοία κράζοντες και δάκρυσι θερμοίς,
λύτρωσαι τους δούλους σου του παρόντος κινδύνου, της αιχμαλωσίας τε και σφαγής
και αγχόνης». Και προσευχή και δέηση κάνων: «Κύριε ιδού προσπίπτομεν κλίνοτες
τα γόνατα και δεόμενοι. Ίδε την θλίψιν του ταλαιπώρου Γένους ημών και κάφθητι
προς τους στεναγμούς της καρδίας. Ελέησον ημάς τυραννουμένους, οίκτειρον
οδυρομένους προς Σε τον εύσπλαχνον, ιδού γαρ ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν
σου, εμίαναν ναούς τους αγίους σου. Ιδού οι διώκοντες ημάς, ουκ απέλιπον είδος
κακώσεως και τυραννίας όπερ ουκ εποίησαν εφ’ ημάς. Τους Προκρίτους του Γένους
ημών ως πρόβατα σφαγής εν τοις τριόδοις κατασφάττουσι. Τους ιερείς ημών και ποιμένας
ως ληστάς προ των πυλών δι αγχόνης φονεύσουσι. Τας ευκόσμους χώρας και νήσους
ημών λεηλατούσι….». Οι προσευχές αγαλλιάζουν τις ψυχές και τονώνουν το φρόνημα
των μελλοθάνατων.
Στις αρχές του Ιουνίου
του 1821, φθάνει στην Κωνσταντινούπολη η είδηση πως πριν μερικές μέρες,
στις 27 Μαΐου, ο Δημήτριος Παπανικολής
πυρπόλησε στην Ερεσό της Λέσβου το πρώτο Οθωμανικό δίκροτο. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ
εξαγριώνεται και δίνει εντολή για την άμεση θανάτωση όλων όσων βρίσκονταν στις
φυλακές. Για τους δε Αρχιερείς διέταξε να θανατωθούν δια απαγχονισμού και άνευ
αναβολής σε κάποια κεντρικά σημεία της Πόλης. Την αυγή της 3ης
Ιουνίου 1821, τα τέσσερα σφάγια της ορθοδοξίας, ο Δέρκων Γρηγόριος από τη
λεβεντογέννα Ζουμπάτα των Πατρών, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ από τη Δημητσάνα, ο
Τυρνόβου Ιωαννίκιος από τη Φωκίδα και ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος από τη Χίο, υπό
την συνοδεία του δημίου, ο οποίος ήταν χριστιανός αποστάτης, εγκαταλείπουν τις
φυλακές και οδηγούνται στην αγχόνη. Οι τρεις σύντροφοι του Δέρκων, όταν
αντίκρισαν τον δήμιο, ήσαν πτοημένοι και δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τους
λυγμούς και τα αναβλύζοντα δάκρυά τους. Ο δε Δέρκων αγέρωχος όπως ήταν πάντα,
στήριζε και με την βροντερή φωνή του ενθάρρυνε τους αδελφούς του, λέγοντας:
΄΄Μη δειλιάσετε αδελφοί, Βαδίσατε γενναίοι την οδόν της αθλήσεως. Εντός ολίγου
ανταμονώμεθα εν τη ουρανίω Βασιλεία. Ταυτόχρονα, κατά την πορεία προς τα σημεία
εκτέλεσής των, έψαλε κανονικότατα και την νεκρώσιμο ακολουθία. Όταν έφθασαν στο
Αρναούτκιοϊ, ο πρώτος που απαγχονίστηκε ήταν ο Τυρνόβου. Λίγο πριν φθάσει στη
αγχόνη, αγκάλιασε τους συλλειτουργούς του και με συντετριμμένη καρδιά τους
είπε: ΄΄Καλήν αντάμωσιν, αδελφοί, εις την άλλη ζωή΄΄. Οι άλλοι δύο Ιεράρχες
έστρεψαν τα δακρυσμένα μάτια τους καθώς δεν μπόρεσαν να αντικρύσουν το
τρεμάμενο σώμα του Μητροπολίτου Τυρνόβου επί της αγχόνης. Ο δε Δέρκων όρθιος
και παρακολουθώντας το θύμα μέχρι την τελευταία περιπέτεια του θανάτου του
αναφώνησε με όλη τη δύναμη της φωνής του μπροστά στον μανιασμένο όχλο:
΄΄Μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον….΄΄. Στη συνέχεια σταύρωσε με το χέρι του,
τρεις φορές το κρεμασμένο και άγιο λείψανο του Μητροπολίτου Τυρνόβου. Τα ίδια
ακριβώς έκανε στο Μέγα Ρεύμα όπου απαγχονίστηκε ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως
καθώς και στο Νεοχώριο όπου απαγχονίστηκε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Η αγχόνη
για τον Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο είχε στηθεί στην πόρτα της μητρόπολης των
Θεραπειών. Με εντολή του Σουλτάνου ο Δέρκων απαγχονίστηκε τελευταίος
προκειμένου να δει τη φρικαλεότητα των απαγχονισμών των άλλων δύο συντρόφων
του, με στόχο να ισοπεδώσει και να κάμψει τον αλύγιστο χαρακτήρα του. Ο Δέρκων
όμως, όταν έφθασε συνοδευόμενος του δημίου στα Θεραπεία, με θάρρος αντίκρισε
την αγχόνη που τον περίμενε καθώς και τον εξαγριωμένο όχλο που τον χλεύαζε και
φώναζε για την άμεση θανάτωσή του. Λίγο
πριν ανέβει στο βάθρο, με βλοσυρό βλέμμα κοίταξε τα περίχωρα και το
Μητροπολιτικό Μέγαρο, κάπως σαν να τα αποχαιρετούσε για τελευταία φορά. Στη
συνέχεια ο δήμιος τον πλησίασε για να του δέσει τα χέρια και να του πάρει το
ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Ο Γρηγόριος βλέποντας την κίνηση αυτή, έσπρωξε
τον δήμιο λέγοντάς του ότι: ΄΄αυτού ζώντος ουδείς θέλει επιθέσει χείρα επ’
αυτού, ως ουδείς μέχρι της ώρας εκείνης επέθηκεν΄΄.8 Μετά από αυτό ο
Γρηγόριος με θαρραλέο σάλτο ανέβηκε μόνος του στο βάθρο, ευλόγησε την αγχόνη,
την πέρασε στο λαιμό του, έκανε το σημείο του σταυρού και με ένα δυνατό
λάκτισμα του βάθρου παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Τις λεπτομέρειες αυτές, διηγήθηκε
στη συνέχεια ο δήμιος ο οποίος μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου μετανόησε
βαθιά και γύρισε στην Χριστιανική πίστη. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έμεινε
κρεμασμένο το άγιο λείψανο του Γρηγορίου στην πόρτα της Μητρόπολης των
Θεραπειών για εκφοβισμό και παραδειγματισμό. Στη συνέχεια παραδόθηκε στον όχλο,
όπου μετά το διασυρμό του στους δρόμους της κωμόπολης, πετάχτηκε στο τέλος στα
νερά του Βοσπόρου.
Στις 10 Απριλίου 1822,
στην Ελληνική εκκλησία της Οδησσού, ο Μέγας Οικονόμος ο εξ’ Οικονόμων
Κωνσταντίνος αναφέρθηκε στον μεγάλο αυτό Αρχιερέα λέγοντας τα εξής: ΄΄Ω μεγαλε
των Δέρκων και της Αγίας Συνόδου φωστήρ, ω Γρηγόριε, το καύχημα της
Πελοποννήσου και πάσης Ελλάδος, η λάμπας της εκκλησίας και της Θεολογίας, η
σάλπιξ του Θείου κηρύγματος. Ποιμήν αγαθέ, του οποίου τας αρετάς και τους
αγώνας και τους κινδύνους μαρτυρούσιν η Λακεδαίμων, η Βιδύνη και οι Δέρκοι,
τρεις επαρχίαι, τας οποίας μίαν μετά την άλλην εποίμανας ενδόξως και
θεοφιλώς΄΄.
Αυτός ήταν ο φλογερός
αγωνιστής και εθνοϊερομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος που ξεκίνησε από
τη λεβεντογέννα Ζουμπάτα, θυσιάστηκε για τα ιερά και τα όσια της Πατρίδα του
και μέσα από το μαρτυρικό του τέλος, μπήκε και αυτός με τη σειρά του στο
πάνθεον των Ηρώων του Γένους μας. Η θυσία του, όπως και η θυσία όλων των
υπόλοιπων αγωνιστών έστειλε σε όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς το μήνυμα της
Λευτεριάς. Μία λέξη που για εμάς τους νεότερους σήμερα, παραμένει ακόμα
ποτισμένη με τα δάκρυα, τον πόνο και το αίμα των προγόνων μας.
Το έτος 2008, ο
Σύλλογος του χωριού, Πολιτιστικός Σύλλογος Μοίρα "Η Θάνα", σε
συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη Πατρών τοποθέτησε στην είσοδο του οικισμού
Ζουμπάτας την προτομή του Γρηγορίου. Έκτοτε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών
κ. Χρυσόστομος τέλει περί τις αρχές του μηνός Ιουλίου, κάθε έτους, Αρχιεραρική
Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Ζουμπάτα και στη
συνέχεια επιμνημόσυνη δέηση στην προτομή του μακαριστού Ιεράρχη. Το 2020 κατά
τη διαρκεία του Θείου Κηρύγματος ο κ. Χρυσόστομος αποκάλεσε τον Γρηγόριο ως ΄΄τον
Λέοντα της Ορθοδοξίας και της Ελλάδας΄΄.
Ο Γρηγόριος αγιοποιήθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδας, την 15η Ιουλίου 2021 (με την υπ΄αριθμόν 3046/15.7.21 εγκύκλιό της), με τη συμπλήρωση 200 ετών από το μαρτυρικό του τέλος. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία της Ελλάδας στις 3 Ιουνίου κάθε έτους. Στις 10 Ιουλίου 2022 στη γενέτειρα του Γρηγορίου, στη Ζουμπάτα, πραγματοποιήθηκαν, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου λαμπρές εκδηλώσεις για τον πρώτο εορτασμό του Αγίου. Στις 25 Αυγούστου 2022, δίπλα από την προτομή του Αγίου στη Ζουμπάτα, προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου, του Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου και του Θεοφιλεστάτου Κερνίτσης κ. Χρυσάνθου πραγματοποιήθηκε η τελετή θεμελιώσεως του πρώτου Ιερού Ναού του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρα Γρηγορίου Μητροπολίτου Δέρκων.
Πηγές
1. Εθνομάρτυρες, Εκδόσεις ¨Ζωής¨, Αθήνα
1953, σελ 130.
2. Μαρινέλλη Λευτέρη, Η Ζουμπάτα στα
χρόνια της Κλεφτουριάς, Έκδοση: Δήμος Πατρέων, Β΄ Έκδοση – Βελτιωμένη & Επαυξημένη, Πάτρα
2008, σελ.24.
3. Θωμόπουλου Στεφάνου, Ο Μέγας Δέρκων
Γρηγόριος, Ανατύπωση εκ του Β΄ Τεύχους του Α΄ Τόμου του Δελτίου Ιστορικής και
Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Εκδόσεις: Φραντζεσκάκη – Καϊτατζή, Αθήνα 1928,
σελ. 55.
4. Θωμόπουλου Στεφάνου, Ο Μέγας Δέρκων
Γρηγόριος, Ανατύπωση εκ του Β΄ Τεύχους του Α΄ Τόμου του Δελτίου Ιστορικής και
Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Εκδόσεις: Φραντζεσκάκη – Καϊτατζή, Αθήνα 1928,
σελ. 61.
5. Μανουήλ Γεδεών, Η Πνευματική Κίνησις
του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, Εκδοτική Φροντίδα Άλκης Αγγέλου –
Φίλλιπος Ηλίου, Αθήνα 1976, σελ. 72-73.
6. Φιλήμονος Ιωάννου, Δοκίμιον Ιστορικόν
περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1869, σελ. 68.
7. Θωμόπουλου Στεφάνου, Ο Μέγας Δέρκων
Γρηγόριος, Ανατύπωση εκ του Β΄ Τεύχους του Α΄ Τόμου του Δελτίου Ιστορικής και
Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Εκδόσεις: Φραντζεσκάκη – Καϊτατζή, Αθήνα 1928,
σελ. 96.
8. Τριανατφύλλου Κωνσταντίνου, Ισρορικόν
Λεξικόν των Πατρών, Α΄ Έκδοση, Πάτρα 1959,
σελ. 131.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Γ. Αγγελόπουλος
Ντοκιμαντέρ με το βίο του Αγίου Γρηγορίου Μητροπολίτου Δέρκων:
https://www.youtube.com/watch?v=QSPxyenFFG4
Η θεμελίωση του πρώτου Ιερού Ναού του Αγίου Γρηγορίου Μητροπολίτου Δέρκων στη γενέτειρά του, τον οικισμό Ζουμπάτα του χωριού Μοίρα Αχαΐας:
https://www.youtube.com/watch?v=z0jKCAZnZ_I
Ζουμπάτα - Μοίρα Αχαΐας
...